- συρμός
- ο, ΝΜΑ [σύρω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σύρω, σύρσιμο, τράβηγμα, έλκυσηνεοελλ.1. σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, τραίνο2. ελαφρά και παροδική επιδημική νόσος3. παροδική συνήθεια με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ή η μορφή ορισμένων εκδηλώσεων τής ζωής, όπως τής ενδυμασίας, αλλά και τής επίπλωσης κ.ά., μόδα4. φρ. α) «είναι τού συρμού» — είναι τής μόδαςβ) «συρμός κυμάτων»(ηλεκτρον.) σειρά κυμάτων τα οποία έχουν όλα την ίδια μορφή και ακολουθούν το ένα μετά το άλλο κατά τη διάδοσή τους σε ένα μέσο, κν. κυματοπακέτοαρχ.1. γραμμή μετεώρου («συρμὸς... Ὠρίωνος», Ανθ. Παλ.)2. η ορμητική κίνηση τών κυμάτων και τών ανέμων3. ίχνη πορείας φιδιού4. βία5. εμετός ή ιατρική κάθαρση.
Dictionary of Greek. 2013.